- τσιρλιό
- τοδιάρροια, τσίρλα (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιρλιό — το, Ν διάρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιρλώ + κατάλ. ιό (πρβλ. φευγ ιό: φεύγω)] … Dictionary of Greek